(Το προφητικό διήγημα για την πτώση μετεωρίτη που γράφηκε και ηχογραφήθηκε τον Ιανουάριο του 2013 από τη συλλογή διηγημάτων του Πέτρου Αργυρίου "Πρόσωπα,Ζώα, Πράγματα" που θα κυκλοφορήσει σε μορφή ηχητικού βιβλίου από το studiamid τον Μάρτιο του 2013- http://prosopazoapramata.blogspot.gr/2013/01/audiobook.html )
Όσο ευσεβής και αν ήσουν, θα έπρεπε να είσαι ηλίθιος για να πιστεύεις ότι αυτό που έβλεπες να σκίζει τον ουρανό αυτή τη Χριστουγεννιάτικη νύχτα ήταν το άστρο της Βηθλεέμ.
Το άστρο της Βηθλεέμ όφειλε να είναι ευγενικό, υπομονετικά να δείχνει το δρόμο προς τη φάτνη ακόμη και σε αυτούς που χαμηλοθωρούσαν πάντα.
Αυτό που έβλεπες εσύ, δεν ήταν κάποιο προμήνυμα γέννησης.
Αυτό που έβλεπες εσύ, ήταν ένα φωτεινό μαστίγιο στην πλάτη του ουρανού που πάλευε αγωνιωδώς με τον εαυτό του και τον κόσμο.
Ένα πεφτάστερο.
Πρόλαβες και έκανες την ευχή σου. Αυτοί όμως που θα χτυπούσε το μαστίγιο αμετάκλητα, μόλις και μετά βίας πρόλαβαν να κάνουν την προσευχή τους. Και αυτή ήταν ευχαριστήρια.
Είχε έρθει από μακριά. Τόσο μακριά που το ίδιο είχε ξεχάσει από πού. Κάποιοι θα λέγαν ότι είχε έρθει από την πύρινη καρδιά ενός άστρου. Άλλοι από τα παγωμένα σπλάχνα μιας διαστρικής ερημιάς.
Έτσι, αλάνι δίχως στόχο και δίχως μνήμη, σεργιάνιζε τις γειτονιές του σύμπαντος.
Άλλοι θα λέγαν πως ήταν μια τσίμπλα που πέταξε από το μάτι του ένας αγουροξυπνημένος θεός μετά από χιλιετίες ληθάργου.
Άλλοι πως ήταν ένα δάκρυ από τα αιώνια άγρυπνα μάτια ενός κοσμικού μαστιχόδεντρου , ταγμένου να καταγράφει τα γενόμενα του κόσμου τούτο στους εσωτερικούς του δακτυλίους.
Όλοι μα όλοι θα συμφωνούσαν όμως πως αυτός ο Βολίτης, έγινε τελικά θάνατος.
Αναπόφευκτος.
Όταν είδε τον γαλαζοπράσινο πλανήτη, τα αλάνι του ουρανού τον ερωτεύτηκε. Ποιος να το κατηγορούσε; Σκληρή και αβάσταχτη η μοναξιά του ουρανού.
Το πεφτάστερι άρχισε να φλερτάρει τη γαία.
Να έρχεται όλο και πιο κοντά της.
Και τότε το κατάλαβε.
Είχε παγιδευτεί από αυτή.
Και ορμούσε άθελα και ακατανίκητα να πληγώσει το κορμί του έρωτά του και να συνθλιβεί από αυτό.
Την τελευταία στιγμή είδε πως ο δρόμος του τελείωνε σε κάτι αστεία δίποδα. Σε κάτι ανθρώπους.
Η γη θα επιβίωνε από τον παράφορο έρωτα του πεφτέσταρου. Ετούτοι οι άνθρωποι όμως όχι.
Το πεφτάστερο άρχισε να φλέγεται. Να προλάβει να αυτοκαταστραφεί πριν προλάβει να καταστρέψει. Μα σε αυτόν τον αγώνα δρόμου θα ήταν η καταστροφή που θα έκοβε το νήμα πρώτη.
Το νήμα της ζωής τριών αθώων ανθρώπων.
Εκείνοι γευμάτιζαν. Το πεφτάστερο μπορούσε να ακούσει πλέον τους ήχους του γεύματος τους.
Τα κουτάλια που σκάβαν μια φτωχική σούπα για λίγο κομμάτι κρέας.
Τα στόματα που πεινασμένα ρουφούσαν.
Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που ήταν πλούσιοι με τα λίγα που είχαν. Ευγνώμονες για τα λίγα που είχαν.
Το πεφτάστερο έπεσε πάνω στην καλύβα τους διαλύοντας τα ανθρώπινα κορμιά τους.
Οι ατμοί των ανθρώπων και του πεφτάστερου γίναν ένα. Ένα φάντασμα με μια επίγνωση ενισχυμένη από τη μοναξιά του ουρανού και την τραγική ειρωνεία της ζωής.
Το φάντασμα θα άρχιζε να σεργιανά τον πλανήτη, αναζητώντας απαντήσεις για το τι ήταν το πεφτέστερο που σκότωσε τους ανθρώπους και για το τι ήταν αυτό το είδος το ανθρώπινο που είχε σκοτώσει το πεφτάστερο.
Λίγα χιλιόμετρα μακριά κάποιος γαμούσε το παιδί του. Το φάντασμα που γεννήθηκε από το σμίξιμο αυτού που είχε σκοτώσει και αυτών που είχαν σκοτωθεί, ο εξαϋλωμένος αστράνθρωπος έκλεισε τα μάτια του και προχώρησε παρακάτω.
Λίγο πιο πέρα ένας νταβατζής χαλούσε με βιτριόλι το πρόσωπο μιας κοπέλας που αυτός και οι συνεργοί του την είχαν κάνει πόρνη βιάζοντας της κατ' εξακολούθηση.
Το φάντασμα έκλεισε τα μάτια του ξανά.
Χιλιόμετρα μακριά. Ένας πρόεδρος σκότωνε με τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη του ένα ολόκληρο σχολείο.
Ένας γιατρός σκότωνε αργά μια έγκυο με φάρμακα που θα τον κάναν πλούσιο.
Ένας γείτονας κλωτσούσε έναν άστεγο.
'Ενας άλλος σκότωνε με φόλα ένα σκύλο που του έγλυφε τα χέρια.
Ένας βιομήχανος δηλητηρίαζε ένα ποτάμι. Άλλος μια θάλασσα.
Το πεφτάστερο ρώτησε τους αθώους που είχε σκοτώσει;
Ώστε αυτό είναι οι άνθρωποι;
Και εκείνοι του απάντησαν κατεβάζοντας το άυλο πια κεφάλι τους.
Για αυτό κοιτάτε πάντα χαμηλά; Από ντροπή;
Οι νεκροί σηκώσαν τα μάτια τους για να αντικρύσουν τα μάτια του πεφτάστερου που τους είχε σκοτώσει. Το φονιά τους που μιλούσε στη ψυχή τους.
Οι εφημερίδες και τα κανάλια χαρήκαν με το σπάνιο φόνο εξ ουρανού. Αυτός ο φόνος ο σπάνιος, ο ουράνιος εξαγίαζε όλους τους δολοφόνους.
Η γη συνθλίβει σκέφτηκε το πεφτάστερο και τα θύματα του από κοινού.
Η γη συντρίβει σκέφτηκαν.
Τώρα πια το πεφτάστερο ήξερε γιατί είχε έρθει σε αυτόν τον πλανήτη. Δεν ήρθε για να σκοτώσει αθώους. Να τους λυτρώσει ήρθε. Να τους πάρει στον ουρανό.
Το φάντασμα εξαχνώθηκε. Τα μόρια του ανέβηκαν ψηλά και πιο ψηλά μακριά από αυτή τη σφαίρα του διαρκούς θρήνου και την ατμόσφαιρα της που προστάτευε την έμβια κακία από την ψυχρότητα του άψυχου.
Εκεί ψηλά το φάντασμα θα γινόταν ένα σώμα πάγου. Θα ξανάρχιζε να κινείται. Θα ξεχνούσε. Θα ξαναγινόταν αλάνι του ουρανού. Μα μετά από χιλιετίες ποτέ μα ποτέ δε θα ξαστοχούσε.
Το πεφτάστερι θα μάζευε ψυχές που δεν άξιζε να υποφέρουν από τη σκληρότητα του βίου.
Και θα γινόταν κάποτε ο πλανήτης άκακων πλασμάτων.
Πέτρος Αργυρίου
Όσο ευσεβής και αν ήσουν, θα έπρεπε να είσαι ηλίθιος για να πιστεύεις ότι αυτό που έβλεπες να σκίζει τον ουρανό αυτή τη Χριστουγεννιάτικη νύχτα ήταν το άστρο της Βηθλεέμ.
Το άστρο της Βηθλεέμ όφειλε να είναι ευγενικό, υπομονετικά να δείχνει το δρόμο προς τη φάτνη ακόμη και σε αυτούς που χαμηλοθωρούσαν πάντα.
Αυτό που έβλεπες εσύ, δεν ήταν κάποιο προμήνυμα γέννησης.
Αυτό που έβλεπες εσύ, ήταν ένα φωτεινό μαστίγιο στην πλάτη του ουρανού που πάλευε αγωνιωδώς με τον εαυτό του και τον κόσμο.
Ένα πεφτάστερο.
Πρόλαβες και έκανες την ευχή σου. Αυτοί όμως που θα χτυπούσε το μαστίγιο αμετάκλητα, μόλις και μετά βίας πρόλαβαν να κάνουν την προσευχή τους. Και αυτή ήταν ευχαριστήρια.
Είχε έρθει από μακριά. Τόσο μακριά που το ίδιο είχε ξεχάσει από πού. Κάποιοι θα λέγαν ότι είχε έρθει από την πύρινη καρδιά ενός άστρου. Άλλοι από τα παγωμένα σπλάχνα μιας διαστρικής ερημιάς.
Έτσι, αλάνι δίχως στόχο και δίχως μνήμη, σεργιάνιζε τις γειτονιές του σύμπαντος.
Άλλοι θα λέγαν πως ήταν μια τσίμπλα που πέταξε από το μάτι του ένας αγουροξυπνημένος θεός μετά από χιλιετίες ληθάργου.
Άλλοι πως ήταν ένα δάκρυ από τα αιώνια άγρυπνα μάτια ενός κοσμικού μαστιχόδεντρου , ταγμένου να καταγράφει τα γενόμενα του κόσμου τούτο στους εσωτερικούς του δακτυλίους.
Όλοι μα όλοι θα συμφωνούσαν όμως πως αυτός ο Βολίτης, έγινε τελικά θάνατος.
Αναπόφευκτος.
Όταν είδε τον γαλαζοπράσινο πλανήτη, τα αλάνι του ουρανού τον ερωτεύτηκε. Ποιος να το κατηγορούσε; Σκληρή και αβάσταχτη η μοναξιά του ουρανού.
Το πεφτάστερι άρχισε να φλερτάρει τη γαία.
Να έρχεται όλο και πιο κοντά της.
Και τότε το κατάλαβε.
Είχε παγιδευτεί από αυτή.
Και ορμούσε άθελα και ακατανίκητα να πληγώσει το κορμί του έρωτά του και να συνθλιβεί από αυτό.
Την τελευταία στιγμή είδε πως ο δρόμος του τελείωνε σε κάτι αστεία δίποδα. Σε κάτι ανθρώπους.
Η γη θα επιβίωνε από τον παράφορο έρωτα του πεφτέσταρου. Ετούτοι οι άνθρωποι όμως όχι.
Το πεφτάστερο άρχισε να φλέγεται. Να προλάβει να αυτοκαταστραφεί πριν προλάβει να καταστρέψει. Μα σε αυτόν τον αγώνα δρόμου θα ήταν η καταστροφή που θα έκοβε το νήμα πρώτη.
Το νήμα της ζωής τριών αθώων ανθρώπων.
Εκείνοι γευμάτιζαν. Το πεφτάστερο μπορούσε να ακούσει πλέον τους ήχους του γεύματος τους.
Τα κουτάλια που σκάβαν μια φτωχική σούπα για λίγο κομμάτι κρέας.
Τα στόματα που πεινασμένα ρουφούσαν.
Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που ήταν πλούσιοι με τα λίγα που είχαν. Ευγνώμονες για τα λίγα που είχαν.
Το πεφτάστερο έπεσε πάνω στην καλύβα τους διαλύοντας τα ανθρώπινα κορμιά τους.
Οι ατμοί των ανθρώπων και του πεφτάστερου γίναν ένα. Ένα φάντασμα με μια επίγνωση ενισχυμένη από τη μοναξιά του ουρανού και την τραγική ειρωνεία της ζωής.
Το φάντασμα θα άρχιζε να σεργιανά τον πλανήτη, αναζητώντας απαντήσεις για το τι ήταν το πεφτέστερο που σκότωσε τους ανθρώπους και για το τι ήταν αυτό το είδος το ανθρώπινο που είχε σκοτώσει το πεφτάστερο.
Λίγα χιλιόμετρα μακριά κάποιος γαμούσε το παιδί του. Το φάντασμα που γεννήθηκε από το σμίξιμο αυτού που είχε σκοτώσει και αυτών που είχαν σκοτωθεί, ο εξαϋλωμένος αστράνθρωπος έκλεισε τα μάτια του και προχώρησε παρακάτω.
Λίγο πιο πέρα ένας νταβατζής χαλούσε με βιτριόλι το πρόσωπο μιας κοπέλας που αυτός και οι συνεργοί του την είχαν κάνει πόρνη βιάζοντας της κατ' εξακολούθηση.
Το φάντασμα έκλεισε τα μάτια του ξανά.
Χιλιόμετρα μακριά. Ένας πρόεδρος σκότωνε με τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη του ένα ολόκληρο σχολείο.
Ένας γιατρός σκότωνε αργά μια έγκυο με φάρμακα που θα τον κάναν πλούσιο.
Ένας γείτονας κλωτσούσε έναν άστεγο.
'Ενας άλλος σκότωνε με φόλα ένα σκύλο που του έγλυφε τα χέρια.
Ένας βιομήχανος δηλητηρίαζε ένα ποτάμι. Άλλος μια θάλασσα.
Το πεφτάστερο ρώτησε τους αθώους που είχε σκοτώσει;
Ώστε αυτό είναι οι άνθρωποι;
Και εκείνοι του απάντησαν κατεβάζοντας το άυλο πια κεφάλι τους.
Για αυτό κοιτάτε πάντα χαμηλά; Από ντροπή;
Οι νεκροί σηκώσαν τα μάτια τους για να αντικρύσουν τα μάτια του πεφτάστερου που τους είχε σκοτώσει. Το φονιά τους που μιλούσε στη ψυχή τους.
Οι εφημερίδες και τα κανάλια χαρήκαν με το σπάνιο φόνο εξ ουρανού. Αυτός ο φόνος ο σπάνιος, ο ουράνιος εξαγίαζε όλους τους δολοφόνους.
Η γη συνθλίβει σκέφτηκε το πεφτάστερο και τα θύματα του από κοινού.
Η γη συντρίβει σκέφτηκαν.
Τώρα πια το πεφτάστερο ήξερε γιατί είχε έρθει σε αυτόν τον πλανήτη. Δεν ήρθε για να σκοτώσει αθώους. Να τους λυτρώσει ήρθε. Να τους πάρει στον ουρανό.
Το φάντασμα εξαχνώθηκε. Τα μόρια του ανέβηκαν ψηλά και πιο ψηλά μακριά από αυτή τη σφαίρα του διαρκούς θρήνου και την ατμόσφαιρα της που προστάτευε την έμβια κακία από την ψυχρότητα του άψυχου.
Εκεί ψηλά το φάντασμα θα γινόταν ένα σώμα πάγου. Θα ξανάρχιζε να κινείται. Θα ξεχνούσε. Θα ξαναγινόταν αλάνι του ουρανού. Μα μετά από χιλιετίες ποτέ μα ποτέ δε θα ξαστοχούσε.
Το πεφτάστερι θα μάζευε ψυχές που δεν άξιζε να υποφέρουν από τη σκληρότητα του βίου.
Και θα γινόταν κάποτε ο πλανήτης άκακων πλασμάτων.
Πέτρος Αργυρίου
Πηγή: http://www.ramnousia.com/
No comments:
Post a Comment